κάθετα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάθετα < κάθετος
Επίρρημα[επεξεργασία]
κάθετα και καθέτως
- σε διεύθυνση κάθετη ως προς κάτι, συνήθως ως προς το οριζόντιο επίπεδο
- με κάθετο τρόπο, κατηγορηματικά
- είμαι κάθετα αντίθετος στο νέο νομοσχέδιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάθετα