κάκωσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάκωσις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάκωσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάκωσις ή κάκωση θηλυκό
- η σωματικός κάκωση, βλάβη
- κακοπάθεια, δυστυχία
- καταστροφή
- κακή πράξη
- οργή, θυμός
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη κακός
Πηγές[επεξεργασία]
- κάκωσις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κᾰκωσι- κᾰκωσε- | |||||
ονομαστική | ἡ | κάκωσῐς | αἱ | κακώσεις | |
γενική | τῆς | κακώσεως | τῶν | κακώσεων | |
δοτική | τῇ | κακώσει | ταῖς | κακώσεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | κάκωσῐν | τὰς | κακώσεις | |
κλητική ὦ! | κάκωσῐ | κακώσεις | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κακώσει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κακωσέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάκωσις θηλυκό
- βλάβη
- ταλαιπωρία, βλάβη (όπως των πληρωμάτων πλοίων)
- κακοποίηση (όπως του ηγεμόνα)
- βλάβη, δυστυχία, φθορά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κάκωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάκωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)