κάλυκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κάλυκας | οι | κάλυκες |
γενική | του | κάλυκα | των | καλύκων |
αιτιατική | τον | κάλυκα | τους | κάλυκες |
κλητική | κάλυκα | κάλυκες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάλυκας < αρχαία ελληνική κάλυξ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική calice ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική shell)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈka.li.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐λυ‐κας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάλυκας αρσενικό
- (βοτανική) το μέρος του άνθους που αποτελείται από τα σέπαλα και προστατεύει το άνθος
- το τμήμα ενός βλήματος ή φυσιγγίου που περιέχει την πυρίτιδα και συγκρατεί τα σκάγια ή τη σφαίρα πριν την εκπυρσοκρότηση
- βάση λαμπτήρα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- (καθαρεύουσα) κάλυξ
- (ποιητικός τύπος) καλύκι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τμήμα βλήματος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)