κάππαρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
θάμνος κάππαρης (1)
ένα μπολ με κάππαρες (2)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάππαρη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάππαρη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάππαρις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάππαρη θηλυκό

  1. φυτό είδος θάμνου
  2. γαστρονομία ο καρπός αυτού του θάμνου που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, συνήθως ως τουρσί

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]