κέλευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κέλευση | οι | κελεύσεις |
γενική | της | κέλευσης* | των | κελεύσεων |
αιτιατική | την | κέλευση | τις | κελεύσεις |
κλητική | κέλευση | κελεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κελεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κέλευση < κελεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κέλευση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κέλευση
|