καβάδιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καβάδιν < τοπωνύμιο Κάβαδα + -ιν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καβάδιν ουδέτερο

  1. (ενδυμασία)
    1. μακρύ ρούχο για άνδρες ή γυναίκες
    2. ένδυμα για στρατιώτες ή αγρότες
    3. πολυτελές ένδυμα αξιωματούχων
  2. (μετωνυμία) αξίωμα

Πηγές[επεξεργασία]