καβαθα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καβάθα, Καβάθα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καβαθα < (άμεσο δάνειο) λατινική gabata / gabatha → δείτε επίσης γαβαθόν < σημιτικής προέλευσης όπως ουγκαριτική 𐎖𐎁𐎓𐎚 (qbʿt, κύπελλο) ή προέλευσης από την προελληνική
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: γαβάθιν νέα ελληνικά: γαβάθα → δείτε και gabata

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καβαθα θηλυκό (ελληνιστική κοινή) με αμφίβολο τονισμό κάβαθα ή καβάθα

  • (κουζινικά) η γαβάθα
    μαρτυρείται στο Έδικτο Διοκλητιανού (DP) l.c.
    ※  [σε πάπυρο, 3ος κε αιώνας, Wilcken, U., Urkunden der Ptolemäerzeit. UPZ 149.40]
    κάβαθα ἤτοι κάμηλα σημοδιαία γεγενημένη τετορνευμένη
    άλλες μορφές: *γαβαθα & γαβαθόν

Πηγές[επεξεργασία]

  • gabata στο αγγλικό Βικιλεξικό