καβαλέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καβαλέτο | τα | καβαλέτα |
γενική | του | καβαλέτου | των | καβαλέτων |
αιτιατική | το | καβαλέτο | τα | καβαλέτα |
κλητική | καβαλέτο | καβαλέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καβαλέτο < (άμεσο δάνειο) βενετική cavaletto
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καβαλέτο ουδέτερο
- (ζωγραφική) τρίποδο που χρησιμοποιεί ένας ζωγράφος ως βάση υποστήριξης ενός τελάρου που ζωγραφίζει
- ξύλινη ή σιδερένια κατασκευή με τέσσερα πόδια τοποθετημένα ανά δύο που χρησιμοποιεί ένας τεχνίτης ως προσωρινή υπερυψωμένη βάση ενός αντικειμένου
- ↪ Ο ξυλουργός έβαλε το έπιπλο επάνω σε δύο καβαλέτα για να το βερνικώσει.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρίποδο ζωγράφου