καβαλημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καβαλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καβαλάω, καβαλώ
Μετοχή
[επεξεργασία]καβαλημένος, -η, -ο
- που τον έχουν καβαλήσει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καβαλημένος
|