καβαλιέρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καβαλιέρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική cavaliere < αρχαία οξιτανική cavalier < μεσαιωνική λατινική caballarius (ιππέας) < λατινική caballus (άλογο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.vaˈʎe.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βα‐λιέ‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καβαλιέρος αρσενικό
- ο άνδρας που χορεύει μαζί με μια γυναίκα
- ο συνοδός μιας γυναίκας σε μια γιορτή ή άλλη κοινωνική εκδήλωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)