καθημερινότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθημερινότητα < καθημερινός + -ότητα
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καθημερινότητα θηλυκό (δόκιμο κυρίως στον ενικό
- το σύνολο των δραστηριοτήτων και συνηθειών που συνθέτουν μια συνηθισμένη μέρα
- ο κινηματογράφος είναι μέρος της καθημερινότητάς μου
- (αρνητικά) η συνήθεια πράξεων ή/και σκέψεων που εκτελεί (ή έχει) κανείς μηχανικά, αυτόματα, χωρίς να το συνειδητοποιεί, η ρουτίνα, η καθημερινή επανάληψη πράξεων χωρίς ενδιαφέρον που οδηγεί στη φθορά