καθορισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθορισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου καθορίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]καθορισμένος, -η, -ο
- που έχει καθοριστεί
καθορισμένος, -η, -ο