καθυστερημένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθυστερημένα < καθυστερημένος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

καθυστερημένα

  • με καθυστέρηση, όχι την προγραμματισμένη ή αναμενόμενη ώρα ή ημέρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]