καθυστερούμενα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καθυστερούμενα | ||
γενική | των | καθυστερούμενων | ||
αιτιατική | τα | καθυστερούμενα | ||
κλητική | καθυστερούμενα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθυστερούμενα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής καθυστερούμενος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καθυστερούμενα ουδέτερο στον πληθυντικό
- αυτά που έχουν καθυστερήσει να μας δώσουν ή να δώσουμε
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καθυστερούμενα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]καθυστερούμενα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καθυστερούμενος