κακοκοιμάμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κακοκοιμάμαι < κακός + κοιμάμαι

κακοκοιμάμαι

με πήρε ο ύπνος στον καναπέ και κακοκοιμήθηκα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]