κακοταίριασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
το κακοταίριασμα (el) ουδέτερο
- το παραταίριασμα, συνδυασμός παράταιρων συστατικών
- για υλικά που δεν εφαρμόζουν σωστά
- το κακοταίριασμα του φαγωμένου-φθαρμένου κλειδιού στην κλειδαριά, με ανάγκασε-υποχρέωσε να φέρω-καλέσω κλειδαρά