κακόφημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακόφημος < (ελληνιστική κοινή) κακόφημος < αρχαία ελληνική κακός + φήμη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈko.fi.mos/
Επίθετο[επεξεργασία]
κακόφημος, -η, -ο