καλίγωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈli.γo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λί‐γω‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλίγωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καλιγώνω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλίγωμα
|