καλίμπρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλίμπρα θηλυκό
- μηχάνημα ευθυγράμμισης για το σασί αυτοκινήτου που έχει στρεβλώσεις μετά από σύγκρουση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλίμπρα
|