καλαβρέζικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καλαβρέζικα | ||
γενική | των | καλαβρέζικων | ||
αιτιατική | τα | καλαβρέζικα | ||
κλητική | καλαβρέζικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλαβρέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλαβρέζικος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλαβρέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλαβρέζικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καλαβρέζικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καλαβρέζικος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)