καλαμαράς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλαμαράς οι καλαμαράδες
      γενική του καλαμαρά των καλαμαράδων
    αιτιατική τον καλαμαρά τους καλαμαράδες
     κλητική καλαμαρά καλαμαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλαμαράς < καλαμάρι (μελανοδοχείο), διαφορετικό από το μεσαιωνικό καλαμαράς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.la.maˈɾas/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλαμαράς αρσενικό

  1. (ειρωνικό) λόγιος
     συνώνυμα: χαρτοπόντικας
  2. (κυπριακά) Ελλαδίτης
    → δείτε και τη λέξη καλαμαρίστικα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλαμαράς < καλαμάρ(ιν) + -άς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλαμαράς αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]