καληώρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καληώρα < φράση «καλή ώρα», (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καληώρα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.liˈo.ɾa/ & /kaˈʎo.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λη‐ώ‐ρα
Επίρρημα[επεξεργασία]
καληώρα
- (προφορικό) π.χ., όπως, σαν
- ※ Ένα ρέμα με πλατάνια, καληώρα σαν κι αυτό, ξεκινάει απ' το βουνό και καταλήγει στη θάλασσα. (Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη, Σαν το μετάξι, 1996)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καληώρα
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
καληώρα
Πηγές[επεξεργασία]
- καληώρα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)