καλλισθενική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλλισθενική | ||
γενική | της | καλλισθενικής | ||
αιτιατική | την | καλλισθενική | ||
κλητική | καλλισθενική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλλισθενική < → δείτε τις λέξεις καλλι-, σθένος και Καλλισθένης. Εννοείται το ουσιαστικό γυμναστική.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.li.sθe.niˈci/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλλισθενική θηλυκό στον ενικό
- είδος γυμναστικών ασκήσεων και γυμναστικής μεθόδου
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καλλισθενική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του καλλισθενικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλλισθενική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)