καλλωπιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καλλωπιστικά | ||
γενική | των | καλλωπιστικών | ||
αιτιατική | τα | καλλωπιστικά | ||
κλητική | καλλωπιστικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλλωπιστικά < καλλωπιστικός + -ά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλλωπιστικά ουδέτερο, πληθυντικός
- φυτά κατάλληλα για καλλωπισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλλωπιστικά
|
Επίρρημα[επεξεργασία]
καλλωπιστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καλλωπιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καλλωπιστικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)