καλοβατικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καλοβατικά | ||
γενική | των | καλοβατικών | ||
αιτιατική | τα | καλοβατικά | ||
κλητική | καλοβατικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλοβατικά < καλο- + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.lo.va.tiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐βα‐τι‐κά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλοβατικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ορνιθολογία) άλλη μορφή του καλοβάμονα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλοβατικά
→ δείτε τη λέξη καλοβάμονα |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα καλο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)