καλογερόπαιδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλογερόπαιδο < καλόγερ(ος) + -ό- + παιδ(ί) + -ο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.lo.ʝeˈɾo.pe.ðo/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλογερόπαιδο ουδέτερο
- (θρησκεία) άλλη μορφή του καλογεροπαίδι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλογερόπαιδο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)