καλογρίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλογρίτσα | οι | καλογρίτσες |
γενική | της | καλογρίτσας | — | |
αιτιατική | την | καλογρίτσα | τις | καλογρίτσες |
κλητική | καλογρίτσα | καλογρίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλογρίτσα < καλόγρ(ια) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα < μεσαιωνική ελληνική καλόγρια / καλογραία < αρχαία ελληνική καλός + γραῖα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.loˈɣɾi.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐γρί‐τσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλογρίτσα θηλυκό
- (θρησκεία) υποκοριστικό του καλόγρια
- άλλες μορφές: καλογριούλα
- (ψάρι) είδος ψαριού (Chromis chromis) του αλμυρού νερού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
είδος ψαριού
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίτσα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)