καλοτάριν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλοτάριν < αρχαία ελληνική καλοκαιρία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλοτάριν ουδέτερο
- (κυπριακά) η καλοκαιρία
Πηγές
[επεξεργασία]- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.