καλοταϊσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
- καλοταϊσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλοταΐζω. Μορφολογικά αναλύεται σε καλο- + ταϊσμένος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.lo.ta.iˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐τα‐ϊ‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
καλοταϊσμένος, -η, -ο
- που τον έχουν καλοταΐσει