καλοχρόνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλοχρόνισμα < καλοχρονίζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλοχρόνισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καλοχρονίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλοχρόνισμα
|