καλτσόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Παλιά διαφήμιση για καλτσόν.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλτσόν < γαλλική caleçon

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλτσόν ουδέτερο άκλιτο

  • κάλυμμα για τα πόδια, όπως οι κάλτσες, αλλά μονοκόμματο και από λεπτότερο ύφασμα, και που φτάνει έως τη μέση· φοριέται κυρίως από γυναίκες

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • σιγά μη σου σκιτσεί το καλ(τ)σόν: ειρωνική αποστροφή σε κάποιον που υποκρίνεται ότι αγωνίζεται σκληρά με επιμονή και μαχητικότητα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]