καλόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- καλόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλόν ουδέτερο
- η ομορφιά
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- καλόν: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καλόν