καματιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καματιά < (καῦμα) < κάμα + -ιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καματιά θηλυκό

  • πόνος, καημός
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 11, στ. 7 (στίχοι 5-8) @georgakas.lit.auth.gr
    ἀμμέ, μὲ δίχως περισσὰ ν’ ἀργήσω,
    ξυπνώντα ποῖκα στρέμμα στὴν κυράν μου·
    ἐδίπλασα ξανὰ τὴν καματιάμ μου
    καὶ πάλε πεθυμῶ νὰ ξηψυχήσω.
    Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]