καμουτσί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καμουτσί | τα | καμουτσιά |
γενική | του | καμουτσιού | των | καμουτσιών |
αιτιατική | το | καμουτσί | τα | καμουτσιά |
κλητική | καμουτσί | καμουτσιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καμουτσί < (άμεσο δάνειο) τουρκική kamçı με ανάπτυξη [u][1] < παλαιά τουρκική kamçı < πρωτοτουρκική
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.muˈt͡si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μου‐τσί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμουτσί ουδέτερο
- άλλη μορφή του καμτσίκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καμουτσί
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ καμουτσί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)