καμπανάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμπανάκι τα καμπανάκια
      γενική
    αιτιατική το καμπανάκι τα καμπανάκια
     κλητική καμπανάκι καμπανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καμπανάκι < καμπάνα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καμπανάκι ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • χτυπάω το καμπανάκι
    • δίνω σήμα σε αθλητή ότι μπαίνει στον τελευταίο γύρο
    • προειδοποιώ για κάτι σημαντικό
      • χτυπάει καμπανάκι: για κάτι που έφτασε σε κρίσιμο σημείο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]