καμπανίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καμπανίτης < Καμπανία + -ίτης < (ελληνιστική κοινή) Καμπανία < λατινική Campania ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική champagne)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kam.baˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μπα‐νί‐της
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καμπανίτης αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καμπανίτης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)