καννάβι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καννάβι | τα | καννάβια |
γενική | του | κανναβιού | των | κανναβιών |
αιτιατική | το | καννάβι | τα | καννάβια |
κλητική | καννάβι | καννάβια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καννάβι < μεσαιωνική ελληνική καννάβι(ν) < (ελληνιστική κοινή) καννάβιον, υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) κάνναβις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καννάβι ουδέτερο
- (φυτό) το φυτό Cannabis sativa
- ανθεκτική ίνα από το παραπάνω φυτό
- ίνες που τυλίγονται στις συνδέσεις σιδεροσωλήνων για καλύτερη σύσφιξη και στεγανοποίηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καννάβι
|