καντράν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καντράν < (άμεσο δάνειο) γαλλική cadran < λατινική quadrans < quattuor < πρωτοϊταλική *kʷettwōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷetwṓr < *kʷetwóres
καντράν αυτοκινήτου
παλαιού τύπου τηλεφωνικό καντράν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καντράν ουδέτερο άκλιτο

  1. επιφάνεια με διάφορες ενδείξεις, πίνακας με διάφορες όργανα μέτρησης (π.χ. δίπλα στο τιμόνι κάποιου οχήματος)
    τοξόβαθμο· το κοινό τοξοειδώς βαθμονομημένο καντράν
  2. ο δίσκος ή πίνακας (πληκτρολόγιο) με τους αριθμούς πραγματοποίησης κλήσης σε κάποια τηλεφωνική συσκευή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]