καπλαντισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.pla.diˈzme.nos/ & /ka.plan.diˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πλα‐ντι‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
καπλαντισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καπλαντίζω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καπλαντίζω