καπλαντοβελόνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καπλαντοβελόνα < καπλαντ(ίζω) + -ο- + βελόνα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καπλαντοβελόνα θηλυκό
- βελόνα για να καπλαντίζουν παπλώματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καπλαντοβελόνα
|