καπό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κάπο, κάπος
αυτοκίνητα με ανοιχτά καπό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καπό < (λόγιο δάνειο) γαλλική capot[1], διεθνής όρος.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καπό ουδέτερο άκλιτο

  1. (τεχνολογία): το μεταλλικό κάλυμμα του αμαξώματος που καλύπτει το χώρο όπου είναι τοποθετημένη η μηχανή του αυτοκινήτου
    το καπό του αυτοκινήτου σου θέλει βάψιμο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]