καραντί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καραντί | τα | καραντιά |
γενική | του | καραντιού | των | καραντιών |
αιτιατική | το | καραντί | τα | καραντιά |
κλητική | καραντί | καραντιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καραντί ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) (παρωχημένο) θαλασσοταραχή που επενεργεί ακόμα και μετά την κατάπαυση του ανέμου
- Το καραντί, το καραντί θα μας μπατάρει, / σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά, / από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά / κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει. (Νίκος Καββαδίας, Καραντί)
- ηγωνίων, επάλαιον και ετήκοντο, εις το καραντί κι εις την χιονιάν, εις την φουσκοθαλασσιάν κι εις την μπόραν. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ταξίδι - Βαπόρι - Ρωμέικο, 1895)
- Ὅλη μέρα ἦταν μπονάτσα καραντί, τὰ τρία καράβια δὲν μποροῦσαν οὔτε μπρὸς νὰ πᾶν, οὔτε πίσου νὰ γυρίσουν γιὰ ν᾽ ἀράξουνε. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στὴν Ἁγι-Ἀναστασά, 1892)
- Στο θαλάσσιο χώρο μπροστά από τη γλύφα κάνει μόνιμα καραντιά. Εκεί άραζαν αρόδου προκατοχικά παροπλισμένα ιστιοφόρα και καΐκια μέχρι να ξαναταξιδέψουν. (*)
- κλυδωνισμός ή κυματισμός που δεν είναι εμφανής ή εξέλιπε η αρχική του αιτία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καραντί
|