καρατάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρατάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική caratar(e) (ζυγίζω με καράτια) + -ω → δείτε και τη λέξη καράτι [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈta.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐τά‐ρω
Ρήμα
[επεξεργασία]καρατάρω, αόρ.: καρατάρισα (χωρίς παθητική φωνή) [2]
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη καράτι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρατάρω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ καρατάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)