καρεκλάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρεκλάδικο < καρεκλ(άς) + -άδικο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρεκλάδικο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρεκλάδικο (κατάστημα)
|