καρεκλοπόδαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρεκλοπόδαρο ουδέτερο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βρέχει καρεκλοπόδαρα ή ρίχνει καρεκλοπόδαρα - βρέχει καταρρακτωδώς