καρποφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρποφόρος < αρχαία ελληνική καρποφόρος < καρπ(ός) + -ο- + -φόρος
Επίθετο
[επεξεργασία]καρποφόρος, -ος/-α, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που καρποφορεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ακαρποφόρητος
- καρποφόρα
- καρποφορία
- καρποφορώ
- → δείτε τις λέξεις καρπός και φέρω
- μεσαιωνική ελληνική: δενδροκαρποφόρος, καρποφορά, καρποφορημένα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρποφόρος