καρτέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρτέρι | τα | καρτέρια |
γενική | του | καρτεριού | των | καρτεριών |
αιτιατική | το | καρτέρι | τα | καρτέρια |
κλητική | καρτέρι | καρτέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρτέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρτέρι < μεσαιωνικός αναδρομικός σχηματισμός καρτερ(ῶ) + -ι < αρχαία ελληνική καρτερέω / καρτερῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaɾˈte.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐τέ‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρτέρι ουδέτερο
- ενέδρα
- (κατ’ επέκταση) ο τόπος όπου στήνεται η ενέδρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη καρτερώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)