καρτζά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κάρτζα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρτζά < → δείτε τη λέξη καρτέσιον λείπει η ετυμολογία
Διαφορετικού ετύμου το κάρτζα → δείτε τη λέξη κάλτσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρτζά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (νόμισμα) χρήματα «των χεριών», μικρής αξίας κέρματα
  2. (γενικά) τα χρήματα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κάρτον και κάρτος

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 224 -  Meursius (Meurs Μόιρς), Johannes, Glossarium graecobarbarum, apud Ludovicum Elzevirium, 1614 @books.google