καρύκευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρύκευση | οι | καρυκεύσεις |
γενική | της | καρύκευσης* | των | καρυκεύσεων |
αιτιατική | την | καρύκευση | τις | καρυκεύσεις |
κλητική | καρύκευση | καρυκεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καρυκεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρύκευση < καρυκεύ(ω) + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρύκευση θηλυκό
- (γαστρονομία) η διαδικασία η το αποτέλεσμα του καρυκεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρύκευση
|