κασκορσέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κασκορσέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική cache-corset («αυτό που κρύβει, φοριέται πάνω από τον κορσέ») [1] < cache (< cacher: κρύβω) + corset
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.skoɾˈse/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐σκορ‐σέ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κασκορσέ ουδέτερο άκλιτο
- (παρωχημένο, ενδυμασία) είδος φανέλας (που φοριόταν πάνω από τον κορσέ και κάτω από το ρούχο)
- άλλες μορφές: κασκορσές (αρσενικό)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κασκορσέ
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κασκορσέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)